¨Αρθρο του Μανώλη Λιλιμπάκη*

 

Θα προσπαθήσω να ανοίξω ένα κεφάλαιο πέρα από το διαχειριστικό, για τις προοπτικές των δράσεων (με τις οποίες συμφωνώ με τους προλαλήσαντες) σ’ αυτή την προσπάθεια της ανασύνθεσης της ΕΚ Μονάχου. Τι ζητάμε εμείς σαν εθνοτική ομάδα (Κοινότητα) από την τοπική κοινωνία πέρα από την αυτονόητη πολιτική διεκδίκηση και την κοινωνική στήριξη από μεριάς της Πόλης;

 

Αλλά και τι μπορούμε να προσφέρουμε εμείς σε αντάλλαγμα, όχι ποσοτικά αλλά ποιοτικά, δηλ. ποιάν άλλη ματιά και θεώρηση (πέρα από το επικοινωνιακό παιχνίδι) στα «κοινά» της Πόλης, που θα μας κάνει να ξεχωρίσουμε σαν σημείο αναφοράς; 

 

Ζούμε ταυτόχρονα τη δεκαετία αυτή ένα «γύρισμα» στις γενιές, εδώ στο Μόναχο: δηλ. τη φυσική εξέλιξη στην κοινωνική και μορφωτική σύσταση των νέων ελλήνων της τρίτης γενιάς και των νέων εξ Ελλάδος (μετανάστευση της κρίσης).   Μπορεί για την ελληνική περίπτωση τα κριτήρια γλώσσα, θρησκεία, παράδοση να είναι βαρύνοντα για διάφορους λόγους, ήδη όμως βλέπουμε ότι η νεώτερη γενιά προβάλλει κ θέτει εκ των πραγμάτων μια νέα ταυτότητα, πέρα απ’ αυτήν που προσλαμβάναμε εμείς και οι παλαιότεροι έλληνες στην Γερμανία.  Δεδομένο είναι ότι κανείς μας δεν βρίσκεται εδώ «για την περιπέτεια» ή επειδή «θέλει να γίνει γερμανός».   Αναπόφευκτα όμως οι δεσμοί της νεολαίας παίρνουν απόσταση και σε πολλές περιπτώσεις η ελλαδική πραγματικότητα και οι παραδοσιακοί θεσμοί της λειτουργούν περισσότερο σαν βαρίδια παρά απαντούν στο παλιό ερώτημα «έλληνας στο Μόναχο», δηλ. τι σημαίνει, ποιά η συνάφειά με τους συν-πολίτες, ποιά η κοινωνική, οικονομική, πολιτική εν τέλει δράση στο σύνολο και τι μπορεί να καλυτερεύσει τον βίο του (δηλ. όχι μόνο στα υλικά αγαθά). 

 

Μια Κοινότητα έχει να αντιπαλέψει τόσο τη γερμανική πλευρά, όσον αφορά στα ζητήματα διεκδίκησης (διμερείς σχέσεις, ιστορικά βάρη του 20 αιώνα, σημερινή εξωτερική πολιτική), όσο και την ελληνική πραγματικότητα (οικονομικά, φορολογικά, ψήφος) και συνάμα, αλλά κυρίως, να βρει και να προβάλει τα στοιχεία εκείνα που συνδέουν με την εδώ κοινωνία και τις άλλες εθνότητες, χωρίς εσωστρέφειες.

 

Αυτό δεν είναι άλλο από την πολιτιστική αναφορά (κουβαλάμε ένα βαρύ όνομα στον πολιτισμό για το Μόναχο) για το οποίο φαίνεται η έμφυτη επιθυμία, αν όχι αγωνία των περισσότερων ελλήνων να ξεχωρίσει, να καταξιωθεί και συνάμα να χειραφετηθεί.  Στην προσπάθεια αυτή, μια νέα Κοινότητα δεν θα μοιάζει με την παλιά που περιχαρακώθηκε και παρήκμασε, αλλά ούτε με εθνικοτοπικό σύλλογο (με τους οποίους πρέπει να συνεργάζεται). 

 

Μόνο όταν έχει κάποιος να προσφέρει το διαφορετικό και κάτι το αυθεντικό δηλ. δεν πιθηκίζει, γίνεται αξιοπρόσεκτος, παράδειγμα και υπολογίσιμος για τους άλλους, ώστε να βρει και τα υλικά μέσα που θα τον στηρίξουν (δημοτική και άλλη χρηματοδότηση, καινοτόμες δράσεις μέσω των γερμανικών ή ακόμη και ευρωπαϊκών δικτύων).   Ο λόγος λοιπόν, για την πολιτιστική πρόταση η οποία πρέπει να γεννηθεί από εμάς, εδώ στην Πόλη και κυρίως να αφορά όλους, έλληνες και μη.

 

 Ας (και αν) συνεπικουρήσει το «εθνικό κέντρο» στο βαθμό που δεν μας θεωρεί απλά «πρεσβευτές» του ή άλλες φορές ψηφοφόρους του. Παρ’ ολ’ αυτά, καλό θα ήταν να μην θεωρεί τους απόδημους ως δεδομένους. 

 

Έστω και ψηφιακά (μέσω κοινωνικού δικτύου) η Κοινότητα πρέπει να είναι παρούσα με σύγχρονα θέματα που απασχολούν το σύνολο της πόλης που ζούμε και να παρέχει τη δυνατότητα επικοινωνίας και προβληματισμού των νέων ανθρώπων (αρχικά ελλήνων) και μετά ανεξαρτήτως εθνικότητας.  Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η όποια κοινότητα χρειάζεται νέους ανθρώπους που θα την σχεδιάσουν και θα την κάνουν κτήμα τους (εμείς οι παλαιότεροι ας είμαστε κοντά τους) ώστε να βιώσει την πραγματική αυτονόμηση της. Μόνο τότε θα μπορέσει να προσφέρει και να εμπλουτίσει τόσο την Παροικία όσο και την Πόλη. 

 

*  συμμετείχε στην προσπάθεια ανάταξης της Ε.Κ. Μονάχου μετά το 2004, συμμετέχει στον όμιλο προβληματισμού «Διάλογος». 

Ζει και εργάζεται στο Μόναχο από το 1997.