· 

"Οι φωτογραφίες"

Της Ευαγγελίας Παπαθανασίου * με αφορμή το ηλεκτρονικό άλμπουμ του Δορυφόρου με σχολικές φωτογραφίες από το Μόναχο και τα περίχωρα

(Φωτογραφία, Γ3  Λυκείου 1979, Arabella Schule)

 

Ετοιμαζόμουν να πέσω για ύπνο, είχα μιλήσει και με τα παιδιά και ήμουν ήρεμη και  πέφτει το μάτι μου σε μία ανάρτηση. Παλιές φωτογραφίες λέει, συλλογή από τα  χρόνια εκείνα, φωτογραφίες με σχολικές  τάξεις. 

     

Δυο ώρες τις κοίταζα. Μου βγήκαν τα μάτια να τις κοιτάζω μία - μία, να ψάχνω γνωστά πρόσωπα. Και να οι μεγάλοι γιακάδες, τα φουντωτά μαλλιά, ψηλόλιγνα κορμιά, αδύνατα, καμπάνα παντελόνι, πουκάμισα ριγέ με πουλοβεράκι από πάνω, παλτά με μεγάλα πέτα, φούστες κλοςκαρό,μακριά μαλλιά. Πώς γίνεται να μου φαίνονται όλοι γνωστοί; Και οι πιο παλιοί και οι πιο μετά από μένα;

 

Δεν θα αρχίσω να σας λέω για τα υπέροχα παιδικά και σχολικά χρόνια. Αν θέλετε να ακούσετε κάτι τέτοιο να ρωτήσετε άλλους. Δεν το αγαπούσα το σχολείο. Πήγαινα πάντα με έναν αδιόρατο φόβο που δεν με εγκατέλειψε ποτέ.  Αλλά  ήταν ο κόσμος  μου όλος.   

 

Δεν είχα άλλον. Νομίζω ότι συνέβαινε σε όλους μας, στις δικές μας τις παλιές Φουρνιές. Ίσως περισσότερο στα κορίτσια και λιγότερο  στα αγόρια.  

Τα αγόρια έβγαιναν και καμιά βόλτα, κάποια δούλευαν τα απογεύματα βοηθούσαν τους γονείς στις δεύτερες δουλειές ή τα Σάββατα στη BildZeitung. Εγώ ήμουν  από τα  κορίτσια που δεν είχαμε τέτοιες ελευθερίες. Σχολείο-σπίτι, σπίτι - σχολείο. Καμιά Κυριακή στην εκκλησία,  καμιά επίσκεψη σε συγγενείς – και κατηχητικό που πήγα κάτι φεγγάρια, για να βλέπω τις φίλες πήγα. Διάβασμα, τηλεόραση  και στις 8 το βράδυ το ελληνικό ραδιόφωνο με ηχητικό σήμα τη Γερακίνα. 

 

Ετσι το σχολείο αποκτούσε άλλη διάσταση. Δεν προλαβαίναμε να τα πούμε όλα, γιατί κάναμε και μάθημα.  Ευτυχώς που είχαμε και μεγάλες διαδρομές προς αυτό. Πάνω από   δύο συγκοινωνίες αλλάζαμε οι περισσότεροι.   

 

Χαλούσαμε  τον κόσμο με τις φωνές  μας μέσα στα στράσενμπαν και στα ούμπαν. Μας άρεζε να βλέπουμε να ξινίζουν ταμούτρα τους οι Γερμανίδες γριές, να μας κουνάνε το δάχτυλο, να μας κάνουν παρατηρήσεις κι εμείς να σκάμε στα γέλια από τα σχόλια που ακούγονταν σε όλο το μήκος του τραμ στα ελληνικά. Είχαμε, βλέπετε,την ασφάλεια της γλώσσας μας. Επιβεβαιώναμε έτσι ό,τι ακούγαμε και από τα σπίτια μας: Δεν μας θέλουν οι Γερμανοί.        

 

Μια ανήσυχη, ατίθαση, ιδρωμένη εφηβεία ξεπηδούσε από όλες τις φωτογραφίες. Και αυτό που με καθήλωσε ήταν τα βλέμματα. Δεν μπορώνα το προσδιορίσω και δεν θέλω να κάνω την ψυχολόγο, ούτε να φανώ  αγενής, ούτε και γλυκανάλατη.   

Τι κρύβανε όμως αυτά τα βλέμματα; Μοναξιά; Πόνο; Νοσταλγία; Ανασφάλεια; Αβεβαιότητα; 

 

Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή αργότερα είπα στον εαυτό μου ότι εκείνα τα σχολικά χρόνια έψαχνα να βρω τη «χαμένη μου ταυτότητα».  Άραγε να συνέβαινε αυτό και σε άλλους; Γιατί ποιοι ήμασταν; Παιδιά από όλες τις άκρες τηςΕλλάδας, από χωριά, από πόλεις και κωμοπόλεις, μακριά από συγγενείς, από παππούδες, μακριά από τον τόπο μας, μακριά από τον δικό μας ήλιο.

 

Εκεί στο Μόναχο ήμασταν τα Ελληνάκια.  Τα καλοκαίρια στα χωριά μας ήμασταν τα Γερμανάκια.  

 

Μιλούσαμε ανακατεμένες και τις δύο γλώσσες. Το θυμάστε αυτό; Εμένα δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Μέχρι τώρα όταν βρίσκομαι με τους παλιούς, λυγάει η γλώσσα και το μυαλό πετάει από τη μια στην άλλη.  Κάποια στιγμή αργότερα στις σπουδές μου συνάντησα έναν πανεπιστημιακό που είχε κάνει τη διατριβή του πάνω στα παιδιά των μεταναστών, αυτές τις περίφημες δεύτερες γενιές και στηγ λώσσα που χρησιμοποιούσαν.   

 

Είχα εντυπωσιαστεί. Γιατί μέχρι τότε ένιωθα ότι αυτή η γλώσσα ανήκει σε «μας» και την κρύβουμε από τους «άλλους»,  πρώτον γιατί δεν μας καταλαβαίνουν φυσικά και δεύτερον γιατί, εγώ τουλάχιστον ένιωθα μια κάποια ντροπή γι’ αυτή. Τι στο καλό, δεν μπορώ να μιλήσω μόνο στη μία γλώσσα; Φυσικά και μπορούσα. Αλλά με τους κολλητούς ήταν αλλιώς.        

Πολλοί από εμάς έμειναν κάποια χρόνια, άλλοι περισσότερα, άλλοι λιγότερα, μακριά από   τους γονείς τους. Εκείνοι ήρθαν με την πολυπόθητη σύμβαση στην τσέπη, μετά από μήνες αναμονής, γραφειοκρατίας και ιατρικών εξετάσεων. Να δούνε λέει πρώτα πώς θα πάνε τα  πράγματα. 

 Άσε που τότε στην αρχή ελληνικά σχολεία δεν υπήρχαν. Πού θα τα πήγαιναν τα παιδιά; Ο δικός μου πατέρας ήρθε πρώτα μόνος του. Έξι μηνών με άφησε και την αδερφή μου τριών χρονών. Όταν γεννήθηκα, λέει, έγινε στουπί  στο καφενείο που δούλευε από τον καημό του, ότι είχε και δεύτερο κορίτσι και τι θα απογίνει τώρα ο δόλιος. Το ίδιο βράδυ  με  αρραβώνιασε με τον γιο συγχωριανού μας, που κέρναγε το μαγαζί επειδή είχε κάνει γιο.  Το άλλο πρωί πήρε την απόφαση  να φύγει στη Γερμανία. Λίγο είπε θα μείνει, ίσα να μαζέψει λεφτά να πάρει μηχανάκι για να πηγαίνει στα γύρω χωριά να πουλάει τα παγωτά. Είχε μάθει μόνος του την τέχνη του παγωτατζή και τραβολογούσε το καρότσι με το ποδήλατο. Αν είχε το μηχανάκι ποιος τον έπιανε μετά. Ένα χρόνο μετά ακολούθησε η μάνα.Τρία χρόνια μετά πήραν κι εμάς. Ο πατέρας  έμεινε τριάντα πέντε χρόνια.

 

Δεν πήρε ποτέ του μηχανάκι. Κι εγώ δεν γνώρισα ποτέ μου εκείνον τον αρραβωνιαστικό.   

 

*Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου 

 Εκπαίδευσης για την Αειφορία

1ο ΠΕΚΕΣ Κεντρικής Μακεδονίας